Αναρτήσεις

Εμφάνιση αναρτήσεων με την ετικέτα εποχές

Χωρίς μακρόσυρτους αποχαιρετισμούς. Αθόρυβα, σιωπηλά, να μάθεις να φεύγεις.

Εικόνα
Να μάθεις να φεύγεις  Από την ασφάλεια τρύπιων αγκαλιών. Από χειραψίες που σε στοιχειώνουν. Από την ανάμνηση μιας κάλπικης ευτυχίας. Να φεύγεις! Αθόρυβα, σιωπηλά, χωρίς κραυγές,  μακρόσυρτους αποχαιρετισμούς. Να μην παίρνεις τίποτα μαζί, ούτε ενθύμια,  ούτε ζακέτες για το δρόμο. Να τρέχεις μακριά από δήθεν καταφύγια  κι ας έχει έξω και χαλάζι. Να μάθεις να κοιτάς βαθιά στα μάτια  όταν λες αντίο κι όχι κάτω ή το άπειρο. Να εννοείς τις λέξεις σου, μην τις εξευτελίζεις,  σε παρακαλώ. Να μάθεις να κοιτάς την κλεψύδρα, να βλέπεις  πως ο χρόνος σου τελείωσε. Όχι αγκαλιές, γράμματα, αφιερώσεις, κάποτε  θα ξανασυναντηθούμε αγάπη μου  (όλα τα βράδια και τα τραγούδια  δεν θα είναι ποτέ δικά σας). Αποδέξου το. Να αποχωρίζεσαι τραγούδια που αγάπησες,  μέρη που περπάτησες. Δεν έχεις τόση περιορισμένη φαντασία  όσο νομίζεις. Μπορείς να φτιάξεις ιστορίες ολοκαίνουριες,  με ουρανό κι αλάτι. Να θυμίζουν λίγο φθινόπωρο, πολύ καλοκαίρι ...

Θα κόψω το τηλέφωνο. Mε του τσιγάρου τον καπνό, μηνύματα θα δίνω.

Εικόνα
Σαν Ινδιάνος θα ντυθώ το σώμα μου θα βάψω Της προηγούμενης ζωής, τα ρούχα μου θα κάψω Θα κόψω το τηλέφωνο κι όταν καφέ θα πίνω με του τσιγάρου τον καπνό, μηνύματα θα δίνω Θα κόψω κάθε επαφή με άνεση και λούσα Θα δώσω και τα έπιπλα που τόσο αγαπούσα Θα κάψω τα ενθύμια που είχα κι από σένα Φωτογραφίες, γράμματα δε θα χω πια κανένα Σαν Ινδιάνος θα ντυθώ θα βγω και στην πλατεία Θα περπατώ αμίλητος, θα ζω στην ουτοπία.                                       Πάν Καρτσωνάκης                                                                27-06-2008

Αγαπάτε τους εχθρούς σας; Εγώ πάντως, όχι.

Εικόνα
Πρώτα απ’ όλα να ξεκαθαρίσουμε ότι όταν δεν αγαπάς κάποιον  δεν σημαίνει αυτόματα ότι τον μισείς κι αυτό γιατί το μίσος  «τρώει τα σωθικά» τελικά, του ανθρώπου που μισεί. Εκτός όμως από αυτό, το μίσος είναι κάτι που θρέφει  ένας κατώτερος άνθρωπος  προς κάποιον που θεωρεί  ψηλότερα από αυτόν και δεν μπορεί να τον βλάψει άμεσα  ή τέλος πάντων εκείνη την στιγμή  και περιμένει καρτερικά…μισώντας τον. Τώρα να δούμε ποιους θεωρούμε όταν λέμε εχθρούς. Εχθρούς προσωπικά θεωρώ όλους όσους  με την συμπεριφορά τους βλάπτουν το κοινωνικό σύνολο και φυσικά κι εμένα προσωπικά. Όλους αυτούς που θεωρούν ότι  ο δικός τους τρόπος ζωής είναι ο σωστός και δια της βίας προσπαθούν να στον επιβάλουν  και μάλιστα στην χώρα σου. Εχθρός, λοιπόν είναι αυτός που πουλάει ναρκωτικά, ο βιαστής και πολύ περισσότερο ο παιδεραστής, ο κλέφτης  αλλά περισσότερο ο κλεπταποδόχος. Αυτός που εξωθεί στην αναγκαστική πορνεία κι εκείνος ο γιατρός  που αν δεν πάρει φακε...

Μαγνητική και μυστική, τον επιπόλαιόν των κουράζει νουν•....

Εικόνα
-Κ. Π. Καβάφης, «Η Γαλή» Είν’ η γαλή αντιπαθής εις τους κοινούς ανθρώπους. Μαγνητική και μυστική, τον επιπόλαιόν των κουράζει νουν• και τους χαρίεντάς της τρόπους δεν εκτιμούν. [ ] [ ] [ ] Aλλ’ είναι της γαλής ψυχή η υπερηφάνειά της. Το αίμα και τα νεύρα της είν’ η ελευθερία. Ποτέ δεν είναι ταπεινά τα βλέμματά της. Εν των παθών της δε τω πάντοτε κρυπτώ, εν τη καθαριότητι, εν τη ηρεμία και καλλονή των στάσεων, τη εγκρατεία ενδείξεων, πόση λεπτή αισθήσεων αγνότης ευρίσκεται. Ότ’ αι γαλαί ρεμβάζουν ή κοιμώνται τας περιβάλλει οραματισμού ψυχρότης. Ίσως τριγύρω των τότε περιπλανώνται φάσματα παλαιών καιρών. Ίσως η οπτασία εις Βούβαστιν τας οδηγεί• όπου τα ιερά των ήνθουν, και Pαμεσών τας έστεφε λατρεία, κ’ ην οιωνός, εις ιερείς, παν κίνημά των. (Από τα Κρυμμένα Ποιήματα  1877;-1923, Ίκαρος 1993)

Σαν τα μπουμπούκια που στο φως της άνοιξης ελπίζουν.

Εικόνα
Κάποιοι που νύχτες τριγυρνούν μονάχοι  στα σκοτάδια με ανεκπλήρωτες ευχές, με ψυχικά σημάδια αερικά και γραφικοί που ‘ναι στον κόσμο ξένοι, μπορείς να πεις ρομαντικοί, σαλοί  κι αλλοπαρμένοι. Αλαφροΐσκιωτοι μπορεί, μιλούν συνήθως μόνοι ακροβατούν στην λογική, μα ένα τους γλιτώνει  σαν Δον Κιχώτες ξέχωροι θα ζουν ως να πεθάνουν στον κόσμο που ‘ναι μέσα τους, στα όνειρα που  κάνουν. Σαν τα μπουμπούκια που στο φως της άνοιξης ελπίζουν μα καίγονται στον παγετό ποτέ τους δεν ανθίζουν.                                           Πάν Καρτσωνάκης  

«Έφαγε όλα τα φύλλα της μουριάς και τα έκανε μετάξι».

Εικόνα
Δύο Έλληνες πασίγνωστοι στο διεθνές στερέωμα,  ο γίγαντας του πνεύματος Νίκος Καζαντζάκης  και η λαμπερή Μελίνα Μερκούρη,  απολαμβάνουν τον ήλιο. Η «Ασκητική» του εδώ και χρόνια αποτελεί  ένα μανιφέστο που επηρεάζει ποικιλοτρόπως  τις νεανικές συνειδήσεις.  Εμβληματικό έργο του είναι η εκ 33.333 στίχων  «Οδύσσεια», η οποία, σε αντίθεση με το ταξίδι  προς τα έξω που επιχειρεί ο ομηρικός Οδυσσέας,  σε αυτήν ο Καζαντζάκης-Οδυσσέας επιχειρεί  μια κατάβαση στον εσωτερικό του χώρο.  Ο Νικηφόρος Βρεττάκος τη χαρακτήρισε το έπος  της μεταμοντέρνας εποχής σημειώνοντας  χαρακτηριστικά ότι ο ποιητής σαν άλλος Βούδας  «έφαγε όλα τα φύλλα της μουριάς  και τα έκανε μετάξι». Ο ίδιος ο Καζαντζάκης βλέπει τη ζωή του  σαν έναν διαρκή ανήφορο, μια αέναη πάλη. Λέει χαρακτηριστικά στο τελευταίο  αυτοβιογραφικό χειρόγραφό του, στον πρόλογο  του βιβλίου του «Αναφορά στο Γκρέκο»:  «Τέσσερα στάθηκαν τ' αποφασιστικά σκ...

Η άνοιξη είναι το ποίημα της φύσης. (Αφιέρωμα για την Παγκόσμια ημέρα της ποίησης)

Εικόνα
Κουράστηκα, κάθε χρονιά, ενώ την περιμένω αυτή να φτάνει ξαφνικά στον ύπνο να με πιάνει. Έτσι απλά κι αθόρυβα οι μυγδαλιές ν’ ανθίζουν κι ολόγυρα οι μέλισσες τρελό χορό να στήνουν.  Κάθε χρονιά την καρτερώ, μετρώντας τις ημέρες κι αυτή μπουκάρει ξαφνικά και μας τρελαίνει όλους φορώντας ένα άρωμα, μεθυστικό που φτάνει ακόμη και στ΄  ανήλιαγα  υπόγεια μες τις πόλεις. Την άνοιξη δεν γίνεται κανείς να εμποδίσει εκτός κι αν έχει δύναμη την γη να σταματήσει.                               Πάν Καρτσωνάκης Υ.Γ: Η άνοιξη είναι το ποίημα της φύσης. Η Ποίηση θυμάται ότι ήταν μια προφορική τέχνη,  προτού γίνει γραπτή τέχνη. Χόρχε Λουίς Μπόρχες, 1899-1986,  Αργεντινός συγγραφέας Όπως όλοι οι άνθρωποι, ο ποιητής είναι ένας  φυλακισμένος του εαυτού του, αλλά αυτός  καταφέρνει να πετάει με το κλουβί του. Grégoire Lacroix, 1933-,  Γάλλος ποιητής & συγγραφέας

Είναι ψυχές, μου έλεγε, προγονικές.

Εικόνα
Στο σπίτι όταν άναβε, η μάνα μου καντήλι πρώτα-πρώτα τ’ άλλαζε το χθεσινό φυτίλι ύστερα θα καθάριζε τα λάδια στο ποτήρι κι απ το καλό, του φαγητού, έβαζε λαδωτήρι!  Τέλος το ακούμπαγε, αφού το ‘χε ανάψει  μέσα σε πιάτο με νερό κι όχι να μη μας κάψει, αλλά σαν έλθουν οι ψυχές, μου έλεγε, το βράδυ με το νερό δεν καίγονται σαν πίνουνε το λάδι! Είναι ψυχές, μου έλεγε, προγονικές που κάνουν γλέντια, γιορτές, συνάθροιση, όπως προτού πεθάνουν!                                            Πάν Καρτσωνάκης

Αδιαφορώ τι όνομα θα έχει κι αν υπάρχει...

Εικόνα
Τα δάχτυλά μου ακουμπώ στο σώμα της επάνω βλέπω τη φλόγα μα εγώ το κάψιμο δεν νοιώθω. Αδιαφορώ τι όνομα θα έχει κι αν υπάρχει εγώ μόνο τη λάμψη της να φέγγει πάντα βλέπω.  Είναι αλήθεια πως πολλούς εγκλωβισμένους έχει τους δίνει, λένε, σιγουριά χαρίζοντας ελπίδες. Είναι και η ανάγκη τους παρηγοριά να βρίσκουν για να ταΐζουν δαίμονες που ζουν μες το μυαλό τους. Ναι, όλα είναι στο μυαλό, σαν γίνεται αφέντης γιατί συχνά αρέσκεται κι αυτό στα παραμύθια.                                    Πάν Καρτσωνάκης  

Όχι, δεν θέλω να σε δω, ούτε κι εσύ εμένα.

Εικόνα
Πολλές φορές σε σκέφτομαι και προσπαθώ εικόνα να σχηματίσω, για το πώς θα μοιάζεις τώρα πλέον κι αν κρίνω με παράδειγμα το πώς έχω αλλάξει το προτιμώ καλύτερα, να μην συναντηθούμε. Ναι, προτιμώ καλύτερα να έχω την εικόνα όπως σε πρωτογνώρισα τότε που λαχταρούσα τα χείλη σου τα κόκκινα, τα μάτια σου τα μαύρα και το καλλίγραμμο κορμί που θαύμαζα, ποθούσα. Όχι, δεν θέλω να σε δω, ούτε κι εσύ εμένα το προτιμώ ανάμνηση και μόνο να σου μείνω.                                     Πάν Καρτσωνάκης

Μια νύχτα θα κάνουμε μια μεγάλη σκέψη.

Εικόνα
  “Βροχή” Βροχή, βροχή — εξακολουθεί πάντα ραγδαία να βρέχει. Μα τώρα πια δεν βλέπω. Θόλωσ’ απ’ τα πολλά νερά του παραθύρου το γυαλί. Στην επιφάνειά του τρέχουν, γλιστρούν,  κι απλώνονται κι ανεβοκατεβαίνουν ρανίδες σκορπισμένες και κάθε μια λεκιάζει και κάθε μια θαμπώνει. Και μόλις πλέον φαίνεται θολά-θολά ο δρόμος και μες σε πάχνη νερουλή τα σπίτια και τ’ αμάξια. Κ. Π. Καβάφης   “Βροχή”  Μια νύχτα θα κάνουμε μια μεγάλη σκέψη,  αλλά δεν πρέπει να την πούμε πουθενά  (είναι η μόνη δικαιοσύνη),  ύστερα θα βγούμε στους δρόμους,  θα βρέχει κι η βροχή έχει κι εκείνη  την ιδιωτική της ζωή, ενώ εμείς δεν είχαμε,  θ’ αργοπορήσουμε μπροστά σ’ ένα φαρμακείο,  μιας κι είμαστε θνητοί και αφού οι ουρανοί  γνωρίζουν την αθωότητά μας,  τέλος, όπως θα ξημερώνει,  θα χτυπήσουμε την πόρτα του σπιτιού μας,  αλλά κανείς δε θα μας γνωρίζει  – είναι απίστευτο σαν τις μεγάλες μέρες που ζήσαμε.  Αντίο, λοιπόν.  Ας ανοίξου...