Διογένης: Απίστευτο, Αλέξανδρε, πέθανες και συ όπως κι όλοι εμείς; Νεκρικοί διάλογοι (Λουκιανός)
Διογένης: Απίστευτο, Αλέξανδρε,
πέθανες και συ όπως κι όλοι εμείς;
Αλέξανδρος: Δεν το βλέπεις Διογένη;
Γιατί σου φαίνεται απίστευτο;
Πέθανα κι εγώ αφού είμαι άνθρωπος.
Διογένης: Δηλαδή ο Άμμων έλεγε ψέματα
πως είσαι γιος του, κι επομένως εσύ
είσαι παιδί του Φιλίππου.
Αλέξανδρος: Φυσικά του Φιλίππου,
γιατί αν ήμουνα του Άμμωνα δεν θα πέθαινα.
Διογένης: Και για την Ολυμπιάδα, αλήθεια, τα ίδια
κι απαράλλαχτα λέγονταν, πως τάχα μου
συνουσιάζονταν με κάποιον δράκοντα,
που τον έβλεπαν στο κρεβάτι της, και μετά
γέννησε εσένα, ενώ ο Φίλιππος ξεγελασμένος,
νόμιζε πως ήσουν γιος του...
Αλέξανδρος: Κι εγώ τα ίδια με σένα άκουγα,
αλλά τώρα κατάλαβα ότι ούτε η μάνα μου
ούτε οι ιερείς του Άμμωνα έλεγαν την πάσα αλήθεια.
Διογένης: Όμως, Αλέξανδρε, τα παραμύθια τους αυτά,
δεν βλέπω να σε ζημίωσαν στα κατορθώματά σου.
Γιατί πολλούς τους κυρίεψε ο φόβος, επειδή
σε περνούσαν για θεό.
Για πες μου όμως, αυτή την μεγάλη εξουσία σου,
σε ποιόν την άφησες;
Αλέξανδρος: Ούτε που ξέρω, Διογένη.
Γιατί δεν πρόλαβα να φροντίσω για το ζήτημα αυτό.
Το μόνο που θυμάμαι είναι ότι, την ώρα που έβγαινε
η ψυχή μου, έδωσα το δαχτυλίδι μου στον Περδίκκα.
Αλλά που το βρίσκεις το αστείο, Διογένη, και γελάς;
Διογένης: Πώς να μη γελώ αφού θυμήθηκα
τα καμώματα όλων των Ελλήνων, αμέσως μόλις
πήρες την εξουσία, όταν σε κολάκευαν
και σε ανακήρυξαν προστάτη και αρχιστράτηγο,
για να τους σώσεις από τους βάρβαρους.
Χώρια που μερικοί σε κατάταξαν ανάμεσα
στους δώδεκα θεούς και σου οικοδόμησαν ναούς,
προσφέροντάς σου θυσίες
σαν να ήσουν ο γιος του δράκοντα.
Όμως, αλήθεια, πού σε έθαψαν οι Μακεδόνες;
Αλέξανδρος: Τριάντα τόσες μέρες ακόμα,
το πτώμα μου βρίσκεται στη Βαβυλώνα,
αλλά υπόσχεται ο υπασπιστής μου ο Πτολεμαίος,
αν βρει καμμιά ευκαιρία, ανάμεσα στις πολλές
σκοτούρες που τον ταλανίζουν, να με πάει
στην Αίγυπτο, να με θάψει εκεί, για να γίνω ένας
από τους θεούς των Αιγυπτίων.
Διογένης: Δηλαδή θέλεις να μη γελάσω τώρα
Αλέξανδρε, όταν σε βλέπω ακόμα και στον Άδη
να χαζολογάς και να ελπίζεις να γίνεις Άνουβις ή Όσιρις;
Αυτά, μεγάλε, ξέχνα τα, γιατί δεν υπάρχει ελπίδα
γυρισμού γι’ αυτόν που πέρασε,
έστω και για μια φορά, την στενή πόρτα του Άδη.
Ούτε ο Αιακός χαρίζεται σε κανέναν, ούτε να θεωρείς
τον Κέρβερο ελαφρόμυαλο.
Εκείνο όμως που ευχαρίστως θα ήθελα να μάθω
από σένα, είναι πώς αισθάνεσαι, όταν θυμάσαι
την τόσο μεγάλη καλοπέραση που παράτησες
εκεί κάτω, όταν έφτασες εδώ.
Τους σωματοφύλακες, τους υπασπιστές
και τους σατράπες και τόσο πολύ χρυσάφι
και ολόκληρα έθνη που σε προσκυνούσαν
και τη Βαβυλώνα και τα Βάκτρα
και τους φοβερούς ελέφαντες και τόσες τιμές
και δόξες κι εκείνες τις μεγαλόπρεπες παρελάσεις
στις οποίες παρουσιαζόσουνα με την λευκή
κορδέλα στο κεφάλι και τον κατακόκκινο μανδύα.
Όταν έρχονται όλ’ αυτά στο μυαλό σου,
δεν σε στενοχωρούν;
Και γιατί κλαις τώρα σαν μικρό παιδί;
Ούτε αυτό δεν σου έμαθε ο σοφός Αριστοτέλης;
Ότι όσα μας χαρίζει η τύχη
δεν κρατούν για πολύ καιρό;
Αλέξανδρος: Σιγά τον σοφό.
Αυτόν που ήταν ο πιο τρισάθλιος κόλακας
απ’ όλους τους άλλους.
Εγώ μόνο ξέρω τι κουμάσι ήταν αυτός ο Αριστοτέλης,
πόσα μου ζήτησε, κι πόσα άλλα με επιστολές,
πώς καταχράστηκε τη αγάπη μου
για τη μόρφωση, κολακεύοντας
και επαινώντας με, πότε
για την σωματική μου ομορφιά, θαρρείς ότι
κι αυτό είναι μέρος του αγαθού, και πότε
για τα κατορθώματά μου και τα πλούτη μου.
Διότι ακόμα και τα πλούτη τα θεωρούσε
μέρος του αγαθού, ώστε να μη ντρέπεται όταν
έπαιρνε κι αυτός μερίδιο απ’ αυτά.
Ήταν απατεώνας, Διογένη μου, και παμπόνηρος.
Και το μόνο που κέρδισα από την σοφία του
είναι η στενοχώρια μου, που έχασα όλα εκείνα
που ανάφερες πριν, σαν να πρόκειται
για τόσο σπουδαία αγαθά.
Διογένης: Ξέρεις όμως τι πρέπει να κάνεις τώρα;
Βρήκα το φάρμακο για να γιατρέψεις
την στενοχώρια σου.
Επειδή εδώ πέρα δεν φυτρώνει ελλέβορος*,
σκύψε κάτω και πίνε και ξαναπίνε συνεχώς
από την πηγή που βγάζει το νερό της λησμονιάς.
Έτσι θ’ απαλλαγείς από τον καημό, που έχασες
τα αγαθά, που σου δίδαξε ο Αριστοτέλης.
Μα να, τώρα βλέπω το ίδιο τον Κλείτο
και τον Καλλισθένη και πολλούς άλλους να ορμούν
κατά πάνω σου, για να σε καταξεσκίσουν
παίρνοντας εκδίκηση για τα κακά που τους έκανες.
Κοπάνησέ την τώρα από τον άλλο δρόμο
και πίνε συνεχώς, όπως σε συμβούλεψα."
*Ο ελλέβορος είναι το δηλητήριο που έριξαν
οι πολεμιστές της Δελφικής Αμφικτυονίας
στα νερά του Πλειστού και υπέταξαν,
μετά από πολιορκία δέκα χρόνων, την Χρύσα.
Αλλά, όπως τα περισσότερα
δηλητηριώδη φυτά χρησιμοποιήθηκαν
για θεραπευτικούς σκοπούς,
το ίδιο έγινε και με τον ελλέβορο.
Στην ελληνική μυθολογία ο μάντης
και θεραπευτής Μελάμπους θεράπευσε
με αυτό το φυτό τη μεταδοτική μανία
των θυγατέρων του βασιλιά του Άργους Προίτου.
Πολλοί ρήτορες έτρωγαν λίγο ελλέβορο
για να τονώσουν τη μνήμη τους κατά τη διάρκεια
της ομιλίας τους, με αποτέλεσμα αρκετοί
απ’ αυτούς να παθαίνουν δηλητηρίαση,
γνωστή ως ελλεβορισμό.
Μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα, από ελλέβορο
παρασκευάζονταν φάρμακα για τη θεραπεία
της μανίας, της μελαγχολίας, της επιληψίας,
της υδρωπικίας και διάφορων δερματικών παθήσεων.
Ο Λουκιανός ο Σαμοσατεύς
(περίπου 125 μ.Χ. - μεταξύ 180 και 192 μ.Χ.)
ήταν εξελληνισμένος Σύρος ρητοροδιδάσκαλος
και σατιρικός συγγραφέας, ο δημιουργός
του σατιρικού διαλόγου
και από τους σημαντικότερους αττικιστές
συγγραφείς της Δεύτερης σοφιστικής.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου