Οι "περίεργα επτάψυχες" γενιές του 50, 60 και 70!
Σύμφωνα με τις στατιστικές,
μερικοί από εμάς που ήμασταν παιδιά
τις δεκαετίες του 40 50 60 και 70 πιθανόν
δεν θα έπρεπε να είχαμε επιζήσει.
Οι κούνιες μας ήταν βαμμένες με γυαλιστερή
λαδομπογιά με βάση το μόλυβδο.
Τα πατώματα είχαν μωσαϊκό που σου περόνιαζε
τα κόκκαλα κι οι κρεβατοκάμαρες ξύλινα πατώματα
που τα γυάλιζαν με παρκετίνη, με κάτι βαριές
παρκετέζες και κάθε τόσο αγκίδες καρφωνόντουσαν
στις ξυπόλητες πατούσες μας.
Οι παιδικές αρρώστιες έκαναν θραύση.
Κάθε τόσο κι ένας φίλος ή συμμαθητής
πάθαινε ιλαρά, κοκίτη, μαγουλάδες, ανεμοβλογιά.
Δεν είχαμε καπάκια ασφαλείας στα μπουκάλια
με τα φάρμακα, ούτε καπάκια στις πρίζες
του δωματίου, εκείνες τις σκούρες
τις φτιαγμένες από βακελίτη.
Ζεσταινόμασταν με σóμπες με ξύλα
η με… κάρβουνο, ή με θερμάστρες πετρελαίου.
Που να βρεθεί καλοριφέρ τότε.
Τηλέφωνο είχε ή σε κανένα θάλαμο του ΟΤΕ
με κερματοδέκτη με εκείνες τις μάρκες
τις χαραγμένες, ή στο περίπτερο της γειτονιάς,
που είχε κρεμασμένα με μανταλάκια
τα περιοδικά μας ο Μικρός Ήρωας
κι ο Μικρός Σερίφης, κι ακόμα το Ρομάντζο,
το Πάνθεον, το Ντομινό, η Βεντέττα,
το Πρώτο, το Εμπρός.
Ακόμα ζητάω τη σοκολάτα ΙΟΝ αμυγδάλου
του ταλήρου, ή τις πρώτες γκοφρέτες ΜΕΛΟ
με τα χαρτάκια με τις φορεσιές και τις σημαίες
των χωρών του κόσμου, ακόμα θυμάμαι
το Γλυφιτζούρι κοκοράκι, το μαλλί της γριάς
στα πρόχειρα λούνα παρκ,
το φρεσκοψημένο ποπ κορν,
τις καραμέλες γάλακτος τις τυλιγμένες
στο χρυσό χαρτί, τις κατακόκκινες καραμέλες
τσάρλεστον, το πεστίλι πέτσα βερίκοκο,
το αυθεντικό παστέλι, (με μέλι)
και το κάτασπρο μαντολάτο
και το σαλέπι.
Ακόμα θυμάμαι τη γεύση απ το καλαμπόκι
και τα κάστανα και συγκινούμαι όταν βλέπω
καστανάδες, λίγους πια και καλαμποκάδες
σε..κάνα πανηγύρι.
Ακόμα και η μπύρα είχε άλλη γεύση
για να μη μιλήσουμε για το ψωμί, το κρέας,
τις ντομάτες κ.λ.π.
Τα αστικά λεωφορεία Σκανια Βάμπις, Σκόντα,
Βόλβο κι αργότερα Βritish Leyland και ΗΙΝΟ,
είχαν τη μηχανή μέσα και ήταν συνήθως καλυμμένη
με μπλέ δερμάτινα καπιτονέ καλύμματα.
Βόγκαγαν κάθε φορά που ο οδηγός άλλαζε ταχύτητα.
Καμιά φορά είχε και μια θέση μπροστά δεξιά
δίπλα στη μηχανή που ήταν η καλύτερη
για τα παιδικά μας όνειρα.
Υπήρχε και εισπράκτορας στριμωγμένος δίπλα
στην πίσω πόρτα με το κλασσικό
γκρί καπέλο με το γείσο,
ένα πρωτόγονο μικρόφωνο κι έλεγε τις στάσεις
ή φώναζε τέρμα τα μία και είκοσι.
Θυμάστε εκείνες τις κερματοθήκες που έβαζε
τα κέρματα και που τώρα τελευταία
ξανάγιναν της μόδας;
Τα κίτρινα τρόλευ με τους οδηγούς
και τους εισπράκτορες με τις καφέ στολές,
κι εκείνο το περίεργο μηχανάκι με τη μανιβέλα
που έκοβε τα εισιτήρια.
Χάθηκαν τα αυθεντικά σουβλάκια
με τα ντονέρ και την ξεροψημένη πίτα
και το κοκινοπίπερο.
Τα γκρίζα αμερικάνικα πελώρια ταξί
με τα καθισματάκια που έπεφταν από τις πλάτες
των μπροστινών καθισμάτων, γυρόφερναν
ή άραζαν στις πιάτσες.
Και οι πειρατές, «ένα διφραγκάκι Σύνταγμα»
τους έκοβαν το μεροκάματο.
Ποιος να έχει τότε Ι.Χ Οι λίγοι τυχεροί
αγόραζαν VW σκαραβαίους, ή μεταχειρισμένα
Consoul Cortina, Hansa, Wartburg, FIAT 1100,
Opel Olympia. Θυμάστε τα Anglia, τα Peugeot 403,
τα Renault 10 ή το Simca 1000,
με τα ανύπαρκτα καλοριφέρ και τα λιγνά λάστιχα.
Το γάλα μας το έφερνε ο γαλατάς ή μέσα
σε γυάλινα μπουκάλια με αλουμινένια καπάκια
ή μας το άδειαζε από μεγάλες καρδάρες
στην κατσαρόλα στην εξώπορτα.
Οι κολώνες του πάγου που τις έφερνε
ο παγοπώλης με την τρίκυκλη μοτοσυκλέτα του
και τις κουβάλαγε με εκείνο το περίεργο
εργαλείο γάντζο, αργοέλιωναν στο κεφαλόσκαλο.
Και η βρύση του ψυγείου είχε στο στόμιό της
τυλιγμένο ένα λευκό τουλπάνι σα φίλτρο.
Που ηλεκτρικά ψυγεία.
Αργότερα θυμάμαι κάτι ΠΙΤΣΟΣ ΙΖΟΛΑ
και ΚΕΛΒΙΝΕΙΤΟΡ.
Οι παπλωματάδες, οι καρεκλάδες οι γανωτζήδες
οι ακονιστές κι οι τσαγκάρηδες είχαν
πολλή δουλειά.
Στην κεντρική λεωφόρο ένα πλήθος
από λούστρους με καλογυαλισμένα
κασελάκια που λαμποκοπούσαν
περίμεναν πελάτη.
Και σε κάποια γωνιά σε μια καμαρούλα 2Χ2
ήταν το βασίλειο του τσαγκάρη με εκείνο
το περίεργο καλαπόδι που έβαζε ανάποδα
το παπούτσι και το κόλλαγε
και το κάρφωνε με εκείνες
τις μαύρες πρόκες με το πλατύ κεφάλι
και διάχυτη η μυρουδιά της βενζινόκολλας
Στη γωνιά του δρόμου μια ΕΒΓΑ που πούλαγε γάλα,
γιαούρτια και παγωτά σε ψυγεία με μαύρα
λαχιστένια καπάκια, και σε μια γωνιά μεταλλικά
κουτιά με γυάλινο επάνω μέρος και μέσα μπισκότα
γεμιστά με κρέμα γεύση βανίλια σοκολάτα
φράουλα και μπανάνα και κουραμπιέδες Μπούσιου
αν θυμάμαι τυλιγμένους σε ημιδιαφανές χαρτί.
Στο κομμωτήριο της γειτονιάς οι κυρίες
ψηνόντουσαν με τις ώρες κάτω απ τις κάσκες
σεσουάρ με τα μαλλιά πασαλειμένα πλίξ τυλιγμένα
σε ρόλλει κι όλα μαζί σκεπασμένα με δίχτυ
και τα αυτιά σκεπασμένα με κοκκάλινα καπάκια.
Η μανικιουρίστα καθάριζε τα πετσάκια και έβαφε
τα νύχια με κατακόκκινο μανό που μύριζε
ασετόν από δέκα μέτρα μακριά.
Ο καφές στα καφενεία ήταν μόνο Ελληνικός,
τούρκικος τότε. Δεν υπήρχε νες ούτε φραπέ
ούτε καπουτσίνο ούτε εσπρέσσο ούτε κάν
φίλτρου γαλλικός.
Μόνο σε κανένα ζαχαροπλαστείο εύρισκες γαλλικό
και βέβαια τον πλήρωνες πανάκριβα.
Οι πρώτες καφετιέρες ήταν κάτι γυάλινες κανάτες
γεμάτες νερό πάνω στη φωτιά,με ένα ειδικό
μεταλλικό φίλτρο που ο ατμός που υγροποιόταν
έπεφτε πάνω στον καφέ τον έριχνε στο νερό
και ο κύκλος συνεχιζόταν μέχρις εξαντλήσεως
του περιεχομένου.
Σαββατόβραδο στα μικράτα μας σινεμαδάκι
την σπουδαία περίοδο του Ελληνικού
κινηματογράφου και το βράδυ ταβερνάκι
με μπριζολίτσα παιδάκια και μια γουλιά μπύρα
που μας έδινε κρυφά η μάνα μας
γιατί «το παιδί δεν πρέπει να πίνει».
Και αργότερα πιο μεγάλοι πια σινεμά
και καφετέρια στον Πύργο των Αθηνών,
το Loubier, το Blue Bell, του Φλόκα, το Βυζάντιο,
του Βρυλώνια με τις φοβερές μακαρονάδες.
Τη Σόνια.
Με πόση χαρά ακολουθούσαμε Κυριακή πρωί
τον πατέρα στο καφενείο και απολαμβάναμε
επί ώρες μια κουταλιά βανίλια, το γνωστό
υποβρύχιο μεσα σε ένα ποτήρι
παγωμένο νερό, ή τρώγαμε το μεζέ του ούζου
και του αφήναμε το ούζο ξεροσφύρι.
Κι ύστερα με το ποδήλατο πάνω κάτω
στο πεζοδρόμιο κι εκείνος να μας ρίχνει
κλεφτές ματιές κάθε που σήκωνε το κεφάλι του
απ το τραπέζι με την πρέφα ή το τάβλι.
Και το μεσημέρι της Κυριακής μετά
το οικογενειακό γεύμα πόση πίκρα όταν έφευγε
για το γήπεδο χωρίς εμάς γιατί ήταν
μεγάλο παιγνίδι και με πόση λαχτάρα
περιμέναμε να ακούσουμε
την περιγραφή απ το ραδιόφωνο.
Γεωργίου, Φώσκολος, Λογοθέτης κι αργότερα
απ την τηλεόραση Διακογιάννης
Φουντουκίδης Κατσαρός.
Η γλυκύτερη αναμονή το καλοκαίρι ήταν ο παγωτατζής
με το καρότσι με τις σιδερένιες ρόδες που το σπρωχνε
στο χωματόδρομο. Παπασπύρου ΑΣΤΥ ΕΒΓΑ.
Μια δραχμή η κρέμα, μιάμιση το κακάο, δύο η σοκολάτα.
Τα καλοκαίρια μπάνιο με το πούλμαν ή πάνω
στις καρότσες των αγροτικών ή με φορτηγά
ή άντε με προϊστορικά λεωφορεία που ζεμάταγαν
σαν την κόλαση στις κοντινές παραλίες,
Καβούρι Βουλιαγμένη, Βάρκιζα άντε
και στη Λουμπάρδα ή απ την άλλη μεριά
Ραφήνα Νέα Μάκρη Κόκκινο λιμανάκι.
Γελάγαμε με κάτι χοντρές γριές που κάνανε μπάνιο
με τις κομπιναιζόν, Πέφταμε κάτω και χτυπιόμασταν
όταν βλέπαμε κάποιους με το ένα χέρι να κρατάνε
τυλιγμένη την πετσέτα γύρω τους και με το άλλο
να προσπαθούν να βγάλουν το μαγιό
και ναι βάλουν εσώρουχο και παντελόνι.
Σιχαινόμασταν τα κεφτεδάκια ή τα ντολμαδάκια
στην αμμουδιά.
Και το νερό που πίναμε ήταν πάντα χλιαρό.
Και φρούτα, θεούλη μου τι φρούτα ήταν αυτά!
Θυμάμαι ακόμα τον πατέρα μου να κουβαλάει
κάτι δωδεκάκιλα Αμερικάνικα ριγέ καρπούζια
και γιαρμάδες που σε κάθε δαγκωνιά τα ζουμιά
έτρεχαν στο πηγούνι και το λαιμό.
Και πεπόνια που μοσχομύριζαν.
Και κεράσια μέλι.
Και σταφύλια ολόγλυκα.
Ψωμί, τυρί φέτα και καρπούζι για φαγητό.
Η υπέρτατη γεύση.
Πίναμε νερό απ το λάστιχο του κήπου
(τι εμφιαλωμένα και πράσινα άλογα), τρώγαμε
λουκουμάδες με ζάχαρη, κουλούρι και τριγωνάκι
κεφαλοτύρι απ τον πλανόδιο κουλουρά έξω
απ την εκκλησία, αμφίβολης καθαριότητας
τυρόπιτες και σάμαλι
( Δεν έχω ξαναδοκιμάσει από τότε τέτοια νοστιμιά),
κοκ και κορνέ με σαντιγύ, και πάστες νουγκατίνες
σοκολατίνες και σεράνο απ τις ΕΒΓΑ της γειτονιάς.
Γευόμασταν βούτυρα και μαρμελάδες σπιτικές
και σπιτικά γλυκά κουταλιού συκαλάκι,
περγαμόντο, βύσσινο και πορτοκάλι, νερατζάκι,
και φαγητά που δεν τα φτιάχνουν τώρα γιατί
είναι κουραστικά. Ροστ μπήφ, μελιτζάνες
παπουτσάκια, ιμάμ, παστίτσια, μουσακάδες.
Τρώγαμε τόνους κεφτέδες με πατάτες τηγανιτές
αλλά ποτέ δεν είμασταν υπέρβαροι γιατί
γυρνάγαμε όλη μέρα στους δρόμους
και τις αλάνες παίζοντας.
Μοιραζόμασταν με τους φίλους μας
μια πορτοκαλάδα ή γκαζόζα απ το ίδιο μπουκάλι
και ποτέ κανένας μας δεν έπαθε τίποτε.
Δεν πολυαρωσταίναμε , αλλά αν τύχαινε
να αρρωστήσουμε πάντα υπήρχε μια καλή μάνα
ή γιαγιά να μας δώσει λίγο φιδέ και να μας ρίξει
βεντούζες να μας δώσει μια κουταλιά Νορισοντρίν,
Ιπεσαντρίν ή ασπιρίνη διαλυμένη στο κουταλάκι
μαζί με ζάχαρη, ή να μας κάνει μια ένεση
με γυάλινη σύριγγα που τη βράζανε στο κατσαρολάκι,
και πιο ύστερα να μας διαβάσει κανένα παραμυθάκι
για να αποκοιμηθούμε. Και κάτι θερμόμετρα
γυάλινα του πεντάλεπτου και στα πόδια
του κρεβατιού να γουργουρίζει η γάτα η παρδαλή
και να αναδεύεται και να παίζει
με την άκρη της κουβέρτας.
Όταν κάναμε ποδήλατο (eska ή velamos)
δεν φορούσαμε κράνος και στην πίσω ρόδα
βάζαμε πάντα χαρτόνι από πακέττο τσιγάρα
πιασμένο με ξύλινο μανταλάκι
έτσι για να κάνει θόρυβο
και να μας θυμίζει μηχανάκι.
Περνάγαμε ώρες έξω απ το σπίτι φτιάχνοντας
πατίνια με ρουλεμάν και σανίδια και κατεβαίναμε
τις κατηφόρες τις γειτονιάς
απλά για να διαπιστώσουμε
ότι είχαμε ξεχάσει να βάλουμε φρένο.
Κι όταν σηκωνόμασταν μέσα απ τους θάμνους
που καταλήγαμε, μαθαίναμε πώς να διορθώνουμε
το πρόβλημα των φρένων.
Για να μη ξαναπληγώσουμε τα γόνατα μας
και να μην αποκτήσουμε ευμεγέθη καρούμπαλα
στο κέντρο του μετώπου μας.
Κι αν τα αποκτούσαμε τα πατάγαμε με εκείνα
τα μεγάλα τάλληρα για να μη φουσκώσουν.
Είχαμε φίλους.
Βγαίναμε στο δρόμο και τους βρίσκαμε.
Παίζαμε μπάλα και κυνηγητό στους δρόμους.
Τα δοκάρια στα αυτοσχέδια γήπεδα ήταν
ή οι σχολικές τσάντες ή τα πουλόβερ
κι οι ζακέττες μας κουβαριασμένες
και για καλάθια του μπάσκετ είχαμε τα περβάζια
των παραθύρων. Πόσες φορές δεν σπάγαμε
και κανένα τζάμι και εξαφανιζόμασταν όλοι μαζί
αφήνοντας τη μπάλα στα χέρια κάποιου συνταξιούχου
που την έσκιζε με το σουγιά και την πέταγε στο δρόμο.
Ο παλιόγερος!
Σκάβαμε λακουβάκια για να παίξουμε γκαζές,
ακόμα και κουτσό μαζί με τα κορίτσια, χαρτάκια
ή απ αυτά που αγοράζαμε απ τα περίπτερα
ή με τα χαρτόνια απ τα πακέτα τα τσιγάρα.
Πηγαίναμε στα σπίτια των φίλων μας
και χτυπούσαμε την πόρτα, ή το πιο συνηθισμένο
μπαίναμε χωρίς να ρωτήσουμε.
Πέφταμε από δέντρα, κοβόμασταν, πληγώναμε
τα γόνατα μας και σπάγαμε και κανένα χέρι
και οι γονείς μας μάς κατσάδιαζαν κι αυτό ήταν.
Λίγο βάμμα στην πληγή κι όξω απ την πόρτα.
Τσακωνόμασταν και παίζαμε μπουνιές και μαυρίζαμε
και μελανιάζαμε και πάλι φιλιώναμε.
Παίζαμε ξιφομαχίες με αυτοσχέδια ξύλινα σπαθιά.
Τα ακόντια μας ήταν τα κοντάρια απ τις σκούπες
ειδικά από εκείνες που τύλιγαν με μια μαξιλαροθήκη
και ξαράχνιαζαν τα ταβάνια.
Οι ασπίδες μας ήταν τα καπάκια
απ τις μεγάλες κατσαρόλες.
Τρώγαμε ακόμα και σκουλήκια και λάσπες
απ τον κήπο. Θυμάστε τη γεύση της λάσπης;
Ούτε μάτια βγάλαμε, ούτε τα σκουλήκια έζησαν
για πολύ το στομάχι μας.
Κι όταν η γιαγιά πότιζε τον κήπο τι πλάκα
να της πατάς το λάστιχο του ποτίσματος
και να της κόβεις το νερό κι εκείνη να φωνάζει.
Κι ο πανικός ακόμα μεγαλύτερος όταν πιάναμε
το φλίτ με το εντομοκτόνο για να παίξουμε ανίδεοι
για το δηλητήριο που περιείχε.
Στους ποδοσφαιρικούς μας αγώνες την ομάδα
την έφτιαχναν μερικοί, οι υπόλοιποι μάθαιναν
να ζουν χωρίς αρχηγιλίκι.
Φεύγαμε απ το σπίτι το πρωί και παίζαμε όλη μέρα
ελεύθεροι αρκεί να γυρίζαμε πίσω μόλις άρχιζε
να σκοτεινιάζει, ή όταν η μάνα μας έβαζε τις φωνές
απ το μπαλκόνι να τσακιστούμε
να ανεβούμε για διάβασμα.
Δεν είχαμε βιντεοπαιχνίδια ούτε καν τηλεόραση,
ούτε κινητά ούτε υπολογιστές ή internet
άντε κανένα ραδιόρφωνο με λυχνίες.
Το καλύτερο δώρο ήταν ένα μικρό τρανζιστοράκι
με εννιάβολτη Bereck
για να ακούμε Εθνικό, ή Ενόπλων.
Πηγαίναμε σχολείο και τα Σάββατα.
Τρείς μέρες πρωι, τρείς μέρες απόγευμα.
Τετάρτη απόγευμα Πέμπτη πρωί και την πρώτη
ώρα Μαθηματικά. Πόσες φορές δεν αισθανθήκαμε
το χέρι κάποιου καθηγητή να μας σηκώνει
απ τη φαβορίτα ή να μας τραβάει τα αυτιά,
η να μας ρίχνει μια σβουριχτή σφαλιάρα.
Κι η βίτσα, συνήθως από μουριά να μας πληγώνει
την παλάμη. Οι πράξεις μας ήταν δικές μας
και οι συνέπειες θα βάρυναν εμάς.
Ποιος δε θυμάται τις καζούρες ιδιαίτερα
στους Θεολόγους, τις Αγγλικούδες και τους Τεχνικούς.
Τα παρατσούκλια που τους βγάζαμε τα παλιόπαιδα.
Ο γιαουρτάς, ο καρκίνος ο θέκλας
η θρούμπος ο φισφιρίκος.
Την αγωνία μόλις έμπαινε ο μαθηματικός
κι άνοιγε τον κατάλογο.
-Για να σηκωθεί σήμερα ο ……….
Και μέχρι να πεί τον μελλοθάνατο,
κόμπος το στομάχι.
Θυμάστε στα διαγωνίσματα την απεγνωσμένη
προσπάθεια να αντιγράψουμε με το βιβλίο
στα γόνατα, ή τα σκονάκια κρυμμένα στα μανίκια,
ή τα κορίτσια που τάγραφαν
με στυλό BIC ή SCHNEIDER
πάνω στα μπούτια τους και τα κάλυπταν
με τις μπλέ ποδιές τους.
Μπλέ κοριτσίστικες ποδιές, άσπρο γιακαδάκι
και άσπρη μπλέ κορδέλλα στα μαλλιά.
Ποδιές που εξαφανιζόντουσαν στο λεωφορείο
και χωνόντουσαν μες στις τσάντες και ταΆ αγόρια
που περίμεναν στο τέρμα του λεωφορείου.
Ποιος δε θυμάται τις ημερήσιες εκδρομές
στον Κάλαμο, τον Αη Γιάννη το Ρώσσο, το Ναύπλιο,
τον Οσιο Λουκά, τους Δελφούς για να δούμε
τον Ηνίοχο τον σκανδαλιάρη που σε κοίταγε πονηρά
όπου κι αν στεκόσουνα, με κάτι απίστευτα πούλμαν.
Και τους ποδοσφαιρικούς αγώνες των τριών ωρών
και βάλε στα άδεια οικόπεδα που τώρα έχουν γίνει
μεζονέτες και στούντιο.
Κάποιοι μαθητές όχι τόσο έξυπνοι ή επιμελείς
έχαναν την τάξη και ξαναπήγαιναν στην ίδια.
Θυμηθείτε πόσους διετείς είχατε στην τάξη σας
στο γυμνάσιο. Ήταν εύκολα αναγνωρίσιμοι
απ τα γένια και τη χοντρή φωνή.
Ο πρώτος μας έρωτας ήταν συνήθως αδελφή
ή εξαδέλφη του καλύτερου φίλου μας.
Θυμόσαστε το χτυποκάρδι αλήθεια;
Την αγωνία μη μας πάρουν χαμπάρι.
Το πρώτο φιλί. Τα ξαναμμένα μάγουλα, το χνούδι
πάνω απ το χείλος μας.
Θυμάστε τα πάρτυ γενεθλίων με 15 αγόρια
και δύο κορίτσια,
(Ποιος να αφήσει την κόρη του να πάει)
με πορτοκαλάδα ή ΤΑΜ ΤΑΜ, πατατάκια τσιπς
και σπιτικό κέϊκ κι αργότερα βερμουτάκι
και ξηρούς καρπούς.
Τις άπειρες φορές που χορεύαμε
το ίδιο μπλούζ σε συνενόηση με τον υπεύθυνο
του πικάπ, έτσι για να μένουμε πιο πολλή ώρα
αγκαλιασμένοι με το κορίτσι των ονείρων μας.
Την απίστευτη φράση ΤΑ ΦΤΙΑΞΑΜΕ.
Τι φτιάξαμε ο Θεός κι η ψυχή μας.
Πηγαίναμε στο γήπεδο τρείς ώρες πριν το μάτς
και γυρίζαμε παπί απ τη βροχή και παγωμένοι
μέχρι το μεδούλι τυλιγμένοι με μουσκεμένες
σημαίες και χωμένοι σε πλαστικές σακούλες.
Και με τις κάλτσες να τρέχουν.
Υπήρχαν τέσσερις εποχές διακριτές μεταξύ τους.
Τα φύλλα των δέντρων έπεφταν το φθινόπωρο
και τα μπουμπούκια των λουλουδιών άνθιζαν
την άνοιξη. Υπήρχαν δέντρα και κήποι στις αυλές
των σπιτιών και πηγάδια και χώμα που μύριζε
μετά το πότισμα . Θυμάστε τους πανσέδες;
Τα σκυλάκια; Τα χρυσάνθεμα;
Τις πλεχτές ζακέτες που βάζαμε κάπου
μετά το Πάσχα. Τα πρώτα μακριά παντελόνια.
Τα καλοκαιρινά βράδια τα βγάζαμε
ή στα σκαλιά παρέες παρέες,
ή παίζοντας κρυφτό και κρυφτοντένεκο,
ή στα καλοκαιρινά σινεμά με τα χαλίκια,
τις καρέκλες με το πλαστικό σκοινί,
τις μπουκαμβίλιες στη μάντρα,
τον πασατέμπο και την πορτοκαλάδα
ΠΑΡΘΕΝΩΝ.
Αξέχαστα χρόνια.
Οι γενιές αυτές έβγαλαν μερικούς
απ τους καλύτερους επιστήμονες, γιατρούς,
μηχανικούς, ανθρώπους εργατικούς και τίμιους
οικογενειάρχες και πολλούς άλλους.
Τα τελευταία πενήντα χρόνια έγινε έκρηξη
σε καινοτομίες και νέες ιδέες.
Είχαμε επιτυχίες, αποτυχίες και υπευθυνότητα
και μάθαμε να τα αντιμετωπίζουμε όλα.
Μεγαλώσαμε σαν παιδιά με τις χαρές
και τις λύπες, μας.
Ζήσαμε.
Και θα εξακολουθήσουμε να ζούμε
όσο μας χρωστάει ο Θεός, σε πείσμα
όλων αυτών που μας πλαστικοποίησαν τη ζωή
με δικές τους ιδέες και για δικό τους όφελος.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου